καταπληγώνω

καταπληγώνω
[катаплигоно] р. покрывать ранами,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καταπληγώνω" в других словарях:

  • καταπληγώνω — (Μ καταπληγώνω) (επιτ. τ. τού πληγώνω) 1. (κυριολ. και μτφ.) προξενώ σε κάποιον πολλές πληγές, κατατραυματίζω κάποιον, τόν γεμίζω πληγές 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπληγωμένος, η, ο(ν) γεμάτος από πληγές, κατατραυματισμένος …   Dictionary of Greek

  • καταπληγώνω — καταπλήγωσα, καταπληγώθηκα, καταπληγωμένος, προξενώ σε κάποιον πολλές πληγές, τον κατατραυματίζω: Ζώθηκε καταπληγωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διελκώ — διελκῶ ( όω) (Α) [ελκώ] καταπληγώνω …   Dictionary of Greek

  • κατατραυματίζω — (Α κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω) (επιτ. τ. τού τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον αρχ. 1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης 2 …   Dictionary of Greek

  • κατατραυματίζω — κατατραυμάτισα, κατατραυματίστηκα, κατατραυματισμένος, καταπληγώνω κάποιον: Κατατραυματίστηκε από έκρηξη χειροβομβίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»